*Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι
επί ζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει
και μαύρο ρούχο και μαύρο τσαρούχι.
επί ζωής, χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει
και μαύρο ρούχο και μαύρο τσαρούχι.
Στα βραχοβούνια που τη βλέπεις ν' ανηφορίζει
χωρίς προσπάθεια, μαζί με το κοπάδι της τα
γίδια, η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική,
αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι.
χωρίς προσπάθεια, μαζί με το κοπάδι της τα
γίδια, η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική,
αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι.
Το ανθρώπινο αυτό πλάσμα έχει πάρει απάνω
του κάτι από την στέγνα του τοπίου, του
κατάγυμνου βράχου, που τον σκουντάς με το
πόδι σου και τσακμακίζει.
του κάτι από την στέγνα του τοπίου, του
κατάγυμνου βράχου, που τον σκουντάς με το
πόδι σου και τσακμακίζει.
Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα
και η κουβέντα της είναι κοφτή,
σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη,
όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.
σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη,
όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη.
Ξυπνημένη από τις τρεις πριν φέξει,
κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, δουλεύει στο
σπίτι, ζυμώνει, φουρνίζει, μαγειρεύει,
κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, δουλεύει στο
σπίτι, ζυμώνει, φουρνίζει, μαγειρεύει,
ύστερα βγαίνει στο χωράφι, δυο χούφτες χώμα μέσα
σε μια κουφάλα βράχο, μάχεται εκεί ως το βράδι.
Λίγος ύπνος και πάλι εξαρχής.
σε μια κουφάλα βράχο, μάχεται εκεί ως το βράδι.
Λίγος ύπνος και πάλι εξαρχής.
- Άγγελου Τερζάκη - Ελληνική Εποποιΐα 1940-41
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου