Πως ερημώνουνε τα χωριά και ως παραμελούνται
και ως αδειάζουνε γειτονιές και μπλιο δεν κατοικούνται
κι ανέ περάσεις 'ταχινί άνθρωπο δεν παντήχνεις
κι αν είναι αργά δεν φαίνεται φέξε σε παραθύρι
αν είναι αποδιαφώτιστα μπλιο πετεινός δεν κράζει
κι αν είναι Σαββατόβραδο καμπάνα δεν σημαίνει.
Κι ανέ περάσεις στο Σχολειό η πόρτα του κλειστή 'ναι
δασκάλοι δεν περιπατούν κι ούτε παιδάκια παίζουν
κι α' πας σε βρύση δεν θωρείς γυναίκες στο νομπέτι
η μια να πηένει για νερό κι γ' άλλη για μπουγάδα
κι άλλη ν' απλώνει τα σγουρά στα χαμωτά κλαδάκια
κι αν ειν' του κιάνει δεν θωρείς στη πόρτα καβετζίνα
παρά ψηλά στ' ανώφυλλιο την πινακίδα μόνο.
*
Ετσά είναι δα κι ο άθρωπος σα φτάξει και γεράσει
φεύγει η ζωή σιγά σιγά κι οπίσω τον αφήνει
τα μερακλίκια χάνουνται κι οι χάρες του ξεχνιούνται
τη σκόλη δε στολίζεται μπλιο σε χορό δεν πιάνει
'πο γάμο γη ξεφάντωση δεν τον αναζητούνε
τα λόγια του είναι περιττά κι ότι κι αν πει κουράζει
κι αμοναχός του πορπατεί κι αμοναχός του πάει
κι αμοναχός του κάθεται βαριά και συλλογάται
πόσο γοργά περνάει ο καιρός πως βασιλεύγει η νιότη
και πόσο ψεύτρα η ζωή και πόσο μάταιη είναι
μα πάλι ασε γιαγέρνουνε τα χρόνια λίγο πίσω...
- Γιάννης Βάρδας